- ἐπιδέσμου
- ἐπίδεσμονupperneut gen sgἐπίδεσμοςuppermasc gen sgἐπιδεσμεύωbind uppres imperat act 2nd sgἐπιδεσμεύωbind upimperf ind act 3rd sg (homeric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἐπιδεσμοῦ — ἐπιδεσμέω bind up pres imperat mp 2nd sg (attic) ἐπιδεσμεύω bind up pres imperat mp 2nd sg (attic) ἐπιδεσμεύω bind up pres imperat mp 2nd sg ἐπιδεσμεύω bind up imperf ind mp 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επίδεση — Η εφαρμογή επιδέσμων ως θεραπευτικό μέσο. Στην αρχαιότητα, η εφαρμογή της ήταν ευρέως διαδεδομένη, ενώ στη σύγχρονη εποχή, η σημασία της έχει περιοριστεί από τη χρήση νέων συντηρητικών και χειρουργικών μέσων θεραπείας. Η τέχνη της ε. αναπτύχθηκε… … Dictionary of Greek
ημικεραύνιος — ἡμικεραύνιος, ὁ (Α) είδος επιδέσμου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + κεραύνιος «είδος επιδέσμου»] … Dictionary of Greek
ραιβοποδία — Μόνιμη παραμόρφωση του άκρου του ποδιού, που χαρακτηρίζεται από την έσω κάμψη πρόσθιου τμήματός του, την κάμψη του πέλματος και από την αποπλάτυνση της ποδικής κάμαρας. Η ανωμαλία αυτή είναι συνήθως συγγενής και συνοδεύεται από μεταβολές των μυών … Dictionary of Greek
σκεπαρνηδόν — Α επίρρ. κατά τον τρόπο τού επιδέσμου σκέπαρνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκέπαρνος «είδος χειρουργικού επιδέσμου» + επιρρμ. κατάλ. ηδόν (πρβλ. βαθμ ηδόν)] … Dictionary of Greek
φιλάγριον — και φιλαγρίανον, τὸ, ΜΑ είδος επιδέσμου, τον οποίο επινόησε ο Φιλάγριος. [ΕΤΥΜΟΛ. < Φιλάγριος, ιατρός που επινόησε αυτό το είδος τού επιδέσμου] … Dictionary of Greek
CAPISTRUM — quô boves capistrari soliti, Hebr. Gap desc: Hebrew vel Gap desc: Hebrew Graece φιμὸς vocatur. Hinc Deuteron. c. 25. v. 4. Bovem triturantem non capistrabis, Graece οὐ φιμώσεις, redditur ab Apostolo 1. Corinth. c. 9. v. 9. Nempe inhumanum omnino … Hofmann J. Lexicon universale
άσταχυς — ἄσταχυς, ο (Α) 1. το στάχι 2. είδος επιδέσμου. [ΕΤΥΜΟΛ. < α (προθεματικό) + στάχυς, ενώ κατ άλλη άποψη, το α πιθ. να προήλθε με αποκοπή της προθέσεως ανά] … Dictionary of Greek
έλιξις — ἕλιξις, η (AM) συστροφή τών εντέρων αρχ. τύλιγμα τού επιδέσμου … Dictionary of Greek
αναζώστρα — ἀναζώστρα, η Α [ἀναζώννυμι] 1. είδος επιδέσμου 2. ζώνη, ζωνάρι … Dictionary of Greek